Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Μπορούμε να «κουρέψουμε» και μόνοι μας το χρέος! Των Αριστείδη Μπιτζένη και Βασιλείου Βλάχου

Μπορούμε να «κουρέψουμε» και μόνοι μας το χρέος!

Των Αριστείδη Μπιτζένη και Βασιλείου Βλάχου
Δημοσιεύθηκε: 19 Φεβρουαρίου 2015 - 08:01

Οι προϋποθέσεις για να καταστεί διαχειρίσιμο το ελληνικό χρέος δίχως «haircut» από τους εταίρους. Η σημασία του ΑΕΠ και της ρήτρας ανάπτυξης. Κρίσιμος ο ρόλος των warrants και η αποκάλυψη της «σκιώδους» οικονομίας. Γράφει ο Αριστείδης Μπιτζένης.

Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι το σημαντικότερο σημείο του διαλόγου για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Φυσικά και μία ελάφρυνσή του (οποιασδήποτε τάξης) είναι ευχής έργον, για λόγους αυτονόητους.

Το φλέγον ζήτημα, ωστόσο, έγκειται στο τι περιθώρια βιωσιμότητας υπάρχουν και υπό ποιες προϋποθέσεις, αν δεν υπάρξει κάποιο κούρεμα.

Όσον αφορά τα περιθώρια για την επίτευξή του τελευταίου, οι γράφοντες είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, καθώς οι τωρινοί και οι μελλοντικοί χρηματοδότες της ελληνικής οικονομίας είναι εκείνοι που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους (περί τα 4/5). Άλλωστε, πέρα από την αποδοχή ενός κουρέματος από τους δανειστές (στο πλαίσιο των κανόνων των δανειακών συμβάσεων και του αγγλικού δικαίου) η διαγραφή του χρέους απαιτεί και την τροποποίηση βασικών άρθρων των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικότερα, όσον αφορά την αποδοχή ενός κουρέματος από τους δανειστές-εταίρους μας, οι τελευταίοι ισχυρίζονται (έστω και αν εδώ προσδιορίζεται μία δόση κυνικότητας) αφενός ότι εάν η Ελλάδα δεν είχε λάβει την οικονομική τους στήριξη θα έπρεπε άμεσα να μηδενίσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και αφετέρου ότι η χρηματοδότηση των ελληνικών ελλειμμάτων, η οποία συντελέστηκε με σκοπό την ομαλή μετάβαση στη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος, αποτελεί πλέον χαρτί διαπραγμάτευσης για τη χώρα (μέχρι και δέλεαρ για την αθέτηση πληρωμών).

Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους πρέπει αναμφισβήτητα να ξεκινήσει από το μέγεθός του για να καταλήξει στις απαιτήσεις για την εξυπηρέτησή του.

Τα πιο πρόσφατα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat που εκδίδονται σε ετήσια βάση καταδεικνύουν ότι το 2013 το ελληνικό χρέος στο πλαίσιο της γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε το 174% της ετήσιας παραγόμενης αξίας που απορρέει από την ελληνική οικονομική δραστηριότητα.

Το 2014 δεν διαφαίνεται να υπάρχει μεγάλη μεταβολή, καθώς τα τριμηνιαία στατιστικά στοιχεία της Eurostat καταδεικνύουν ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2014, το ελληνικό χρέος κυμαίνεται στο 176% του ΑΕΠ. Αν λάβουμε υπόψη ότι τα ίδια στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι το ελληνικό ΑΕΠ πέρυσι ήταν σε ονομαστικές τιμές μικρότερο από το αντίστοιχο του 2013 κατά περίπου 1,7% (αν και λόγω του αποπληθωρισμού το ΑΕΠ του 2014 σε σταθερές τιμές είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2013 κατά περίπου 0,9%), τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το χρέος κινείται στα πέριξ του 180% του ΑΕΠ (κοντά στα 320 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές).

Όσον αφορά την εξυπηρέτησή του, η ίδια πηγή καταδεικνύει ότι οι δαπάνες για τους τόκους από το 2010 και έπειτα είναι της τάξης (ανάλογα με το έτος) του 4-7% του ΑΕΠ (7-13 δισ. ευρώ περίπου σε τρέχουσες τιμές).

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί να υπάρξει μία συζήτηση αναφορικά με τα περιθώρια βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους στην περίπτωση που η εισήγηση για τη μείωσή του δεν εισακουστεί από τους εταίρους.

Τα εργαλεία τα οποία έχει στη διάθεσή της η ελληνική κυβέρνηση για την εξυπηρέτηση (αλλά και τη μείωση) του χρέους ενδέχεται να έχουν τόσο βραχυπρόθεσμο, όσο και μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα.

Αναφορικά με τη μείωσή του, πρέπει να επιτευχθεί μία άσκηση των τραπεζικών warrants από ιδιώτες η οποία συνεπάγεται τη μείωση κατά 15 δισ. ευρώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προαπαιτούμενη είναι η επίτευξη μίας προγραμματικής συμφωνίας με τους εταίρους, η οποία θα ανασχέσει το κλίμα γενικής αβεβαιότητας και θα δώσει μία πρόσθετη ασπίδα προστασίας στη χώρα μέσα από την πολυαναμενόμενη ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, αλλά και η θωράκισή τους στο πλαίσιο της ευρωζώνης, ενδέχεται να εκτινάξει την αξία των τραπεζικών μετοχών (από το πρόσφατο ναδίρ) και να καταστήσει εφικτή την άσκηση των τραπεζικών warrants εντός του 2015.

Για παράδειγμα, όπως και το 2012 όπου η επίτευξη μίας προγραμματικής συμφωνίας ανάσχεσε το κλίμα της αβεβαιότητας και τη συνεχή εκροή καταθέσεων (στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τον Ιούνιο του 2013 το σύνολο των καταθέσεων στην ελληνική επικράτεια μειώθηκε στα επίπεδα του 2005), έτσι και τώρα η επίτευξη μίας προγραμματικής συμφωνίας ενδέχεται να έχει το ανάλογο ή και μεγαλύτερο αποτέλεσμα.

Αναφορικά με την εξυπηρέτησή του (σε συνάρτηση και με την εκκίνηση της οικονομίας), είναι απαραίτητη η εξασφάλιση μίας περιόδου χάριτος έως ότου η οικονομία αρχίσει να μεγεθύνεται πραγματικά και όχι αναιμικά.

Ουσιαστικά, θα μπορούσε η περίοδος αυτή να αφορά την παύση της αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων (στο πλαίσιο μίας προγραμματικής συμφωνίας) για ένα βραχυπρόθεσμο-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα 2-5 ετών, ώστε να δημιουργηθούν οι βάσεις μίας ετήσιας μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας άνω του 2%.

Εγγύηση της πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας με το πέρας της περιόδου χάριτος μπορεί να αποτελέσει και μία ρήτρα ανάπτυξης, η οποία θα μπαίνει σε εφαρμογή σε περιόδους ύφεσης με τη μορφή κεφαλαιοποίησης των τόκων και αναβολής πληρωμής των τοκοχρεολυσίων.

Επίσης, την περίοδο χάριτος θα πρέπει να ακολουθεί και επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής που θα συνεπάγεται μείωση της ετήσιας δόσης όσον αφορά το υπόλοιπο του κεφαλαίου και θα πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του επιτοκίου ώστε να εξασφαλιστεί η χαμηλότερη δόση αποπληρωμής (αυτό αφορά κυρίως τα επιτόκια των δανειακών κεφαλαίων που συνόδευαν την πρώτη προγραμματική συμφωνία).

Για παράδειγμα, αφενός η μείωση του επιτοκίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα και αφετέρου ο διπλασιασμός του χρόνου αποπληρωμής μειώνουν το ετήσιο τοκοχρεολύσιο σε απόλυτο μέγεθος, δίνουν ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική και μειώνουν το μέγεθος της καθαρής παρούσας αξίας του (καταλήγοντας με τον τρόπο αυτό σε ένα έμμεσο κούρεμα της αξίας του).

Τα παραπάνω εγγυώνται αφενός την άμεση μείωση του χρέους σε απόλυτα μεγέθη (15 δισ. ευρώ) και αφετέρου τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Η μείωση του χρέους (αριθμητής) και η αύξηση του ΑΕΠ (παρονομαστής), μίας θετικής μεταβολής του γνώριμου δηλαδή λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, θα αποκαταστήσει τις προσδοκίες για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Για παράδειγμα, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% το 2015 και με την άσκηση των warrants, το χρέος διαμορφώνεται στο 166% του ΑΕΠ και αντιστοίχως, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% το 2016, το χρέος διαμορφώνεται στο 159% του ΑΕΠ.

Πέρα από τα συμφραζόμενα, δεν υπάρχουν περιθώρια βραχυπρόθεσμης μείωσης του χρέους σε απόλυτα μεγέθη.

Η πραγματική οικονομία

Υπάρχουν, ωστόσο, δύο ζητήματα μείζονος σημασίας για τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Το πρώτο αφορά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών αφενός για την προώθηση επενδύσεων και αφετέρου για την ελάφρυνση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών ώστε να αναθερμανθεί η ζήτηση. Τα αυτονόητα ευεργετικά αποτελέσματα θα συμβάλουν άμεσα στη μεγέθυνση της οικονομίας η οποία θα μειώσει τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ.

Για παράδειγμα, εκτός από την αβεβαιότητα που προκύπτει λόγω της επίτευξης μίας κοινά αποδεκτής προγραμματικής συμφωνίας αλλά και των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, το κόστος μίας επένδυσης στην ελληνική επικράτεια επαυξάνεται και από το ύψος του φορολογικού συντελεστή, καθώς οι αντίστοιχοι σε γειτονικά μέλη της Ε.Ε. είναι της τάξης του 9-10%.

Ανάλογο αποτέλεσμα θα έχει και η απορρόφηση της σκιώδους οικονομίας από την αντίστοιχη επίσημη. Η εντατικοποίηση των ελέγχων και των προστίμων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν δύναται να οδηγήσει στην απορρόφηση της σκιώδους οικονομίας από την αντίστοιχη επίσημη, παρά στην οριστική μείωση και στη μέχρις ενός βαθμού εξάλειψής της.

Αναπόφευκτα, η εντατικοποίηση των ελέγχων και των προστίμων πρέπει να συνοδευτεί από κίνητρα και ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών, ώστε να δημιουργηθεί μία φόρμουλα η οποία θα συμβάλει στην αποκατάσταση του «φορολογικού ήθους».

Το τελευταίο έχει αποστασιοποιηθεί από το πρότυπο φορολογικής ηθικής που προσδιορίζεται από την ανταλλακτική σχέση ανάμεσα στην πληρωμή των αναλογούντων φόρων και την πρόσβαση στην παροχή των δημοσίων υπηρεσιών. Σήμερα, το ήθος των Ελλήνων φορολογούμενων είναι αποκύημα της αντίληψης ότι το χρεοκοπημένο κράτος των πελατειακών σχέσεων προσάπτει φορολογικές υποχρεώσεις στα φυσικά και νομικά πρόσωπα της επικράτειας, οι οποίες όχι μόνο είναι πέρα από τις φοροδοτικές τους δυνατότητες αλλά και με αντάλλαγμα κυρίως τη βιωσιμότητά του και όχι την παροχή ανάλογων υπηρεσιών.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση της αδήλωτης εργασίας, ένα μείγμα μέτρων που θα αποβλέπουν στην αποκατάσταση του φορολογικού ήθους θα συμβάλει μεσοπρόθεσμα στο να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα η δήλωση των προσλήψεων νέου προσωπικού (αντίθετα με τον προσωρινό-περιοδικό χαρακτήρα που επιφέρει η αποκλειστικότητα της εντατικοποίησης των ελέγχων και των προστίμων ως εργαλείου πάταξης της φοροδιαφυγής).

Η σταδιακή αποκατάσταση του φορολογικού ήθους στην ελληνική επικράτεια δύναται μεσοπρόθεσμα (καθώς πρόκειται για θεσμική μεταβολή και ως γνωστόν τα αποτελέσματα των θεσμικών μεταβολών απαιτούν χρόνο) να συμβάλει μέσα από τα έσοδα που θα προκύψουν από την απορρόφηση ενός τμήματος της σκιώδους οικονομίας από την αντίστοιχη επίσημη, στην περαιτέρω μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ (και γιατί όχι, αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, στην απευθείας μείωση του χρέους σε απόλυτα μεγέθη).

Για παράδειγμα, μία μεσοπρόθεσμη μείωση της ελληνικής σκιώδους οικονομίας (σύμφωνα με ερευνητική ομάδα που συστάθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Θαλής, η ελληνική σκιώδης οικονομία αντιστοιχεί κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια στο 25% του ΑΕΠ) στα χαμηλότερα επίπεδα που διατηρούν άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία (οι οποίες κυμαίνονται κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια περίπου στο 19% του ΑΕΠ), χωρίς όμως να καταργηθεί, αλλά να καταγραφεί ως επίσημη οικονομική δραστηριότητα, συνεπάγεται έσοδα τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ.

Επίσης, ένα μέτρο το οποίο φαίνεται ότι θα αποδώσει άμεσα τόσο στην αύξηση των φορολογικών εσόδων όσο και στην τόνωση της οικονομίας, είναι η πρόσκληση για την εισροή των κεφαλαίων που δεν δικαιολογούνται από τους ιδιοκτήτες του.

Η εν λόγω φορολογική αμνηστία ωστόσο, η οποία θα μπορούσε να προκύψει με ένα συντελεστή φορολόγησης, π.χ. 15%, δεν είναι μέτρο που δεν θα έχει κόστος, καθώς έρχεται σε αντίθεση με την αποκατάσταση του φορολογικού ήθους.

Εν κατακλείδι, σίγουρα θα είναι πιο εύκολη η διαχείριση της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας μετά από μία μείωση του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, στην περίπτωση που αυτή η προοπτική αποκλειστεί από τους εταίρους μας, υπάρχουν περιθώρια προσαρμογής που μπορούν να εγγυηθούν ταυτόχρονα την εκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.

Συνοψίζοντας:

α) όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους είναι απαραίτητη μία περίοδος χάριτος την οποία θα πρέπει να ακολουθεί επιμήκυνση και μείωση του επιτοκίου

β) όσον αφορά τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ μέσα από την αύξηση του ΑΕΠ, θετική συμβολή θα έχει η ρήτρα ανάπτυξης, η μεταφορά μέρους της σκιώδους οικονομίας στην επίσημη, η εισροή κεφαλαίων μέσω της φορολογικής αμνηστίας και η μείωση των φορολογικών συντελεστών

γ) όσον αφορά τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ μέσα από τη μείωση του χρέους είναι επιτακτική η αξιοποίηση των τραπεζικών warrants

Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι η συζήτηση για την αύξηση του ΑΕΠ στο πλαίσιο του (β) μπορεί να επεκταθεί και περαιτέρω. Αυτό, ωστόσο, δεν συμβαίνει εδώ για να μην πλατειάσει η συζήτηση.

*Οι προβληματισμοί των συγγραφέων παρουσιάζονται εκτενέστερα στο βιβλίο Reflections on the Greek Sovereign Debt Crisis που εκδόθηκε από την Cambridge Scholars Publishing.

** Ο Αριστείδης Μπιτζένης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συντονιστής του ερευνητικού προγράμματος με τον τίτλο «Η Σκιώδης Οικονομία (Παραοικονομία) στην Ελλάδα: Μέγεθος, Αίτια και Επιπτώσεις».

***Ο Βασίλειος Α. Βλάχος είναι υποψήφιος διδάκτορας στο ίδιο τμήμα και μέλος της εν λόγω ερευνητικής ομάδας.


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;